- πολύστυλος
- -η, -οαυτός που έχει πολλούς στύλους: Πολύστυλος ναός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πολύστυλος — η, ο / πολύστυλος, ον, ΝΑ (κυρίως για ναό) αυτός που έχει πολλούς στύλους, πολλούς κίονες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + στῦλος (πρβλ. τετρά στυλος)] … Dictionary of Greek
πολύστυλος — πολύστῡλος , πολύστυλος with many columns masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύστυλον — πολύστῡλον , πολύστυλος with many columns masc/fem acc sg πολύστῡλον , πολύστυλος with many columns neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
polistilo — (Del gr. polys , mucho + stylos, columna.) ► adjetivo 1 ARQUITECTURA Que tiene muchas columnas: ■ la catedral tiene un gran pórtico polistilo. 2 BOTÁNICA Se aplica a la flor que tiene muchos estilos. * * * polistilo (del gr. «polýstylos») 1 adj.… … Enciclopedia Universal
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
στύλος — Πεδινός οικισμός (296 κάτ., υψόμ. 40 μ.), στην επαρχία Αποκορώνου του νομού Χανίων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ., 448 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι οικισμοί, το Πρόβαρμα (72 κάτ., υψόμ. 100 μ.), ο Σαμωνάς… … Dictionary of Greek
Θήβα — Πόλη (υψόμ. 180 μ., 21.211 κάτ.) του νομού Βοιωτίας, έδρα του δήμου Θηβαίων και, παλαιότερα (έως το 1997), της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, σε ίση απόσταση από τον Ευβοϊκό και τον Κορινθιακό κόλπο, στο κέντρο μιας… … Dictionary of Greek
πολυστύλῳ — πολυστύ̱λῳ , πολύστυλος with many columns masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
polistilo — polistilo, la (Del gr. πολύστυλος). 1. adj. Arq. Que tiene muchas columnas. Pórtico polistilo. 2. Bot. Que tiene muchos estilos … Diccionario de la lengua española